μωρολογεῖ

μωρολογεῖ
μωρολογέω
talkin a silly way
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
μωρολογέω
talkin a silly way
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαττολόγος — ο [βαττολογώ] φλύαρος, αυτός που μωρολογεί …   Dictionary of Greek

  • ζουρλός — ή, ό 1. ανόητος, τρελός, παράφρονας 2. πολύ ζωηρός, υπερβολικά χαρούμενος, αυτός που εκδηλώνεται παράφορα («ζουρλός απ τη χαρά του») 3. φρ. «ζουρλός παπάς σέ βάφτισε» για άνθρωπο που μωρολογεί ή προβαίνει σε πράξεις ανόητες και άκοσμες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ληρόσοφος — ο (Α ληρόσοφος) σοφός στο να μωρολογεί, να λέει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + σοφός] …   Dictionary of Greek

  • λυάζει — (Α) [λύη] (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, μωρολογεῑ, στασιάζει» …   Dictionary of Greek

  • μαείται — μαεῑται (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μωρολογεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τον τ. μάατρον*] …   Dictionary of Greek

  • φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”